Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαριτώπις — ώπιδος, ἡ, Α βλ. χαριτώπης … Dictionary of Greek
χαριτώπης — ὁ, θηλ. χαριτῶπις, ώπιδος, Α χαριτόμορφος, χαριτοπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + ώπης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. γλαυκ ώπης / ῶπις] … Dictionary of Greek